Deuxième Ballade, ένα άγνωστο ως τώρα έργο του Frank Martin

Πίσω στις Δημοσιεύσεις



Ένα άγνωστο μουσικό έργο του συνθέτη Frank Martin (1890-1974) ήρθε στο φως μόλις το καλοκαίρι του 2008. Ελβετός στην καταγωγή, παντρεμένος τρεις φορές έζησε τα τελευταία 28 του χρόνια στην Ολλανδία· πρώτα στο Άμστερνταμ (1946-1956) και έπειτα στο Ναάρντεν (Naarden 1956-1974) όπου η χήρα του Maria Martin – Boeke (γεν. 1915) διαμένει ακόμα. Το σπίτι στο Naarden ─ Frank Martin House από το 1996 ─ είναι ανοιχτό σε όσους ερευνητές ενδιαφέρονται για το έργο του. Εκεί, η Maria Martin, σε ένα συρτάρι της παλιάς σιφονιέρας, στο δωμάτιο που εργαζόταν ο συνθέτης, ανακάλυψε ένα έργο που δεν το είχε ξαναδεί. Αμέσως επικοινώνησε με τον Rien de Reede, μέλος του συμβουλίου του Ιδρύματος Frank Martin, ενημερώνοντάς τον για το χειρόγραφο που μέχρι στιγμής είχε περάσει απαρατήρητο. Deuxième Ballade pour flûte et piano ou flûte, orchestre à corde, piano et batterie[1] με την ένδειξη d’après la Ballade pour saxophone alto, orchestre à corde, piano et batterie. Στο εξώφυλλο του χειρογράφου του μέρους του φλάουτο διαβάζουμε 1938· την ίδια χρονιά που ο συνθέτης έγραψε και την Μπαλάντα για σαξόφωνο. Γεγονός με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το λόγο ότι η μέχρι σήμερα γνωστή Μπαλάντα για φλάουτο και πιάνο (1939) μοιάζει να έπεται της νεοανακαλυφθήσας Μπαλάντας, προβληματίζοντάς μας για τον τίτλο της ως Δεύτερη Μπαλάντα [2].

Ακούσαμε τη μουσική εκτέλεση αυτού του έργου από τον Ολλανδό φλαουτίστα Thies Roorda και τη Γεωργιανή πιανίστα Nata Tsvereli στο Άμστερνταμ και τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του στη Vossiusstraat με θέα το υπέροχο Vondelpark.

K.A. Καταρχήν θα ήθελα να σας συγχαρώ για το πολύ καλό αποτέλεσμα της δουλειάς σας. Τόσο το νέο σας CD που περιέχει την πρασφάτως ανακαλυφθήσα Μπαλάντα του Frank Martin, όσο και η συναυλία σας στην αίθουσα του Bethaniënklooster του Άμστερνταμ που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες μέρες, ήταν εξαίρετη. Θα ήθελα λοιπόν να σας ρωτήσω για αυτό το έργο ξεκινώντας με το πώς ανακαλύφθηκε;

T.R. Ίσως σ’ αυτό θα πρέπει να απαντήσει η ίδια η Maria Martin. Αλλά απ’ όσο ξέρω, ούτε η ίδια γνώριζε την ύπαρξη αυτού του έργου και έμεινε έκπληκτη όταν το αντίκρισε, διότι δεν υπάρχει καμία αναφορά του ίδιου του συνθέτη σε όσα από τα βιβλία του έχουν εκδοθεί ή στην αλληλογραφία του. Αυτός ήταν και ο λόγος που το Frank Martin Foundation δήλωσε ότι: “ας το ακούσουμε πρώτα”, γιατί θα μπορούσε να μην είναι καλό το έργο και ο συνθέτης να είχε τους λόγους του που το φύλαξε κλεισμένο στο συρτάρι του. Η πιανίστρια Nata Tsvereli και εγώ το παρουσιάσαμε στο Ίδρυμα Frank Martin. Αυτή ήταν η ανεπίσημη πρεμιέρα του έργου με 20-30 άτομα κοινό, ανάμεσα στους οποίους βέβαια και οι Maria Martin, Rien de Reede[3] και Emily Beynon.[4] Η επόμενη παρουσίασή της ήταν στην επίσημη έναρξη του σχολικού έτους 2009-2010 της Βασιλικής Ακαδημίας της Χάγης, στην Schönberg Zaal στις 31 Αυγούστου. Αυτή η συναυλία ήταν για τους μαθητές και τους συναδέλφους, ενώ η επόμενη παρουσίασή της για το ευρύτερο κοινό, έγινε στις 6 Φεβρουαρίου 2010 στην αίθουσα του Bethaniënklooster στο Άμστερνταμ. Εκεί έγινε και η παρουσίαση του CD με την πρώτη ηχογράφηση [5] της Μπαλάντας από την Nata Tsvereli κι εμένα, όπου και παραδόθηκε στη Maria Martin.

K.A. Ας έρθουμε στην ημερομηνία αυτής της μεταγραφής. Ο ίδιος ο συνθέτης σημειώνει στο χειρόγραφο το έτος 1938. Είναι αυτό το έτος που έγραψε την Μπαλάντα και ποιά ακριβώς προβλήματα δημιουργούνται όσον αφορά στην χρονολογία της;

T.R. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, ο συνθέτης δηλώνει ρητά πως το κομμάτι είναι για φλάουτο και πιάνο και τα “νούμερα πρόβας” (rehearsal numbers) στην παρτιτούρα είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα του μέρους του πιάνου της Μπαλάντας για σαξόφωνο – αλλά και του basset-horn που προσέθεσε αργότερα – ο μουσικολόγος Hans Maas [6] ισχυρίζεται ότι ο Martin έγραψε τη Δεύτερη Μπαλάντα σε χρονική στιγμή κατά την οποίαν η αναγωγή του πιάνου (piano reduction) είχε ήδη γραφτεί από τον συνθέτη. Φαίνεται λογικό, αλλά το μέρος του πιάνου μάς παραδόθηκε αρκετά αργότερα από την αρχική σύνθεση της Μπαλάντας για σαξόφωνο και ορχήστρα εγχόρδων. [7] Με βάση τα [λανθασμένα] δεδομένα αυτά η Δεύτερη Μπαλάντα θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί αρκετά χρόνια μετά από το 1938, όπως αναγράφεται στο χειρόγραφο. Η Maria Martin υποστηρίζει ότι αυτό δεν αληθεύει.[8] Όταν ο συνθέτης αρχικά έγραψε το έργο, δεν συνέθεσε και την αναγωγή για πιάνο από την παρτιτούρα, αλλά φαίνεται αυτό να έγινε από έναν Άγγλο μουσικό, τον John Lenehan. Δεν το ήξερα αυτό. Άρχισα να μελετάω από την παρτιτούρα που είχα, αλλά έπειτα άκουσα την πιανίστρια στην πρώτη δοκιμή μας να παίζει πολύ διαφορετικά πράγματα. Αυτό που είχα στα χέρια μου προερχόταν από τη βιβλιοθήκη του Βασιλικού Κονσερβατορίου της Χάγης η οποία είχε την εν λόγω (πρώτη) έκδοση[9]. Τελικά διαπιστώθηκε ότι ο Lenehan είχε εργασθεί με βάση το ορχηστρικό μέρος μειώνοντάς το δραστικά. Έτσι δικαιολογείται γιατί η Μπαλάντα για σαξόφωνο ονομάζεται Μπαλάντα για Σαξόφωνο, Ορχήστρα Εγχόρδων, Πιάνο και Μπαταρία και η Μπαλάντα για φλάουτο, Μπαλάντα για Φλάουτο και Πιάνο ή για Φλάουτο, Ορχήστρα Εγχόρδων, Πιάνο και Μπαταρία. Η διαδικασία της σύλληψης είναι διαφορετική.

K.A. Ναι, πράγματι. Ο συνθέτης γράφει την Δεύτερη Μπαλάντα για φλάουτο και πιάνο, ενώ για την εκδοχή της με Ορχήστρα Εγχόρδων, Πιάνο και Μπαταρία υπονοείται η χρήση των τελευταίων από την Μπαλάντα για σαξόφωνο. Ο Emmanuel Pahud ετοιμάζει την πρώτη εκτέλεση αυτής της δεύτερης εκδοχής, έτσι δεν είναι;

T.R. Ναι, μετά την παρουσίαση της Μπαλάντας από εμένα και την Nata στο Ίδρυμα Frank Martin, μία ή δύο εβδομάδες αργότερα μας επισκέφτηκε ο Pahud, γιατί ήταν εδώ με την ορχήστρα, και ο Rien ως μέλος του συμβουλίου του Ιδρύματος Frank Martin του είπε: “Πρέπει να ακούσεις αυτό το κομμάτι, γιατί δεν το γνωρίζεις!” και εκείνος μόλις το άκουσε και είδε τις νότες αναφώνησε έκπληκτος: “Ω! θέλω να το παίξω αυτό το κομμάτι” και αμέσως ξεκίνησε ενέργειες για να το ερμηνεύσει με την ορχήστρα. Απ’ όσο ξέρω, από τον Rien, σκοπεύει να το ηχογραφήσει και να το παρουσιάσει κάπου στην Ελβετία.

K.A. Γνωρίζουμε γιατί ο Martin έκανε αυτή τη μεταγραφή για το φλάουτο από την Μπαλάντα του σαξοφώνου;

T.R. Όχι, πραγματικά δεν γνωρίζουμε, αλλά είναι γεγονός ότι η Μπαλάντα του σαξοφώνου είναι πολύ δύσκολη, γιατί κινείται περισσότερο στην υψηλή και χαμηλή περιοχή του οργάνου και οι περισσότεροι σαξοφωνίστες διστάζουν να το παίξουν. Ο Martin το συνέθεσε για τον σαξοφωνίστα Sigurd Rascher κατόπιν παραγγελίας του. Το γεγονός ότι την συνέθεσε για έναν συγκεκριμένο καλλιτέχνη, ο οποίος ήταν άριστος δεξιοτέχνης κυρίως στην υψηλή περιοχή του οργάνου, την κάνει δυσπρόσιτη για εκτέλεση από άλλους σαξοφωνίστες. Επίσης, στην αρχή της Μπαλάντας η αρκετά χαμηλή περιοχή του σαξοφώνου την κάνει ακόμα πιο άβολη προς επιλογή. Επιπλέον, οι φλαουτίστες είναι καλλιτεχνικά πιο ενεργοί απ’ ότι οι σαξοφωνίστες επειδή όπως γνωρίζεις, ο κόσμος του φλάουτου έχει μία δυναμική από μόνος του και επειδή η γνωστή Μπαλάντα για φλάουτο του Martin παίζεται σχεδόν παντού ενώ του σαξοφώνου όχι. Ίσως γι’ αυτόν το λόγο ο Martin τη μετέγραψε για φλάουτο. Για να γίνει πιο προσιτή στο κοινό. Έχει μεγαλύτερη διάρκεια από την πρώτη Μπαλάντα [8 λεπτά], σχεδόν 17 λεπτά στο σύνολό της και δεν είναι γραμμένη για να εντυπωσιάσει, αλλά για να εκφράσει. Με μεγάλες μελωδικές φράσεις χωρίς να απαιτεί συνεπτυγμένη χρήση πολλών τεχνικών, όπως η πρώτη Μπαλάντα για φλάουτο. Σκέφτομαι ότι η διαφορά γεννιέται από το σκοπό. Ο σκοπός της πρώτης μπαλάντας ήταν να παιχτεί σε διαγωνισμό συμπεριλαμβανομένων όλων των τεχνικών και συνέβη να είναι ένα πολύ καλό κομμάτι μουσικής. Ο σκοπός της άλλης μπαλάντας ήταν να παιχτεί σε συναυλία με ένα σόλο όργανο και ορχήστρα.

*Η πρώτη ελληνική εκτέλεση της Δεύτερης Μπαλάντας του F. Martin για φλάουτο και πιάνο θα γίνει στις 21 Ιουλίου 2010 στο καλοκαιρινό Διεθνές Φεστιβάλ COHILIA στη Λίμνη της Βόρειας Έυβοιας απο τον Κωνσταντίνο Ανδρέου ‒ φλάουτο και τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ Γιώργο Κωνσταντίνου ‒ πιάνο.


[1] cymbales, grosse caisse et caisse claire [cymbals, bass drum and snare drum].

[2] Frank Martin, Deuxième Ballade pour flûte et piano, Universal Edition A.G., Wien, 2009(UE 34 699)

[3] Ο Rien de Reede είναι μέλος του συμβουλίου του Ιδρύματος Frank Martin. Υπήρξε φλαουτίστας της Concertgebouworkest επί 30 χρόνια(έως το 2003) ενώ ως διακεκριμένος μουσικός αποτελεί μέλος πολλών διεθνών διαγωνισμών πνευστών οργάνων.

[4] Η Emily Beynon είναι διακεκριμένη σύγχρονη φλαουτίστρια και καθηγήτρια φλάουτου. Είναι η πρώτη μη Ολλανδέζα γυναίκα φλαουτίστρια που ανέλαβε τη θέση της κορυφαίας Α΄ στην Concertgebouworkest σε ηλικία 25 ετών.

[5] Σάββατο, 29 Αυγούστου 2009. βλέπε, Beyond Late Romanticism, Thies Roorda, (flute), Nata Tsvereli (piano), DRC 101009/01.

[6] Maas, H., “Frank Martin – Deuxième Ballade”, Fluit (2010-1), 9-12; Ο Hans Maas είναι μουσικολόγος και μέλος της συντακτικής επιτροπής του Ολλανδικού περιοδικού Fluit.

[7] Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία για το αυτόνομο μέρος του πιάνου. Η κα Martin το ανακάλυψε μετά το θανατό του συνθέτη και δεν αναγράφεται το έτος σύνθεσής του.

[8] Η Maria Martin υποστηρίζει ότι το έργο γράφτηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της Μπαλάντας για πιάνο και Ορχήστρα (Δεκέμβριος 1939), δηλαδή κατά τον τελευταίο μήνα του 1939 και τον πρώτο του 1940, λίγο πριν την ανάθεση του έργου Μπαλάντα για τρομπόνι και Ορχήστρα, στο συνθέτη. Η γνωστή ως σήμερα Μπαλάντα για φλάουτο και πιάνο είχε ήδη ολοκληρωθεί και παρουσιαστεί στον Concours International d’ exécution musicale de Genève το φθινόπωρο του 1939. Έτσι δικαιολογείται και ο τίτλος της νέας Μπαλάντας για φλάουτο και πιάνο ως Δέυτερη.

[9] Η πρώτη έκδοση της Μπαλάντας για σαξόφωνο περιείχε την αναγωγή για πιάνο από τον John Lenehan.

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ανδρέου και Piet Roorda

Πίσω στις Δημοσιεύσεις